- χειροκρίτης
- χειρο-κρίτης [pron. full] [ῐ], ου, ὁ,A counter of votes, teller, BCH58.319 ([place name] Mylasa), Wiener Sitzb. 132(2).12 (ibid.), Inscr.Magn.110a1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χειροκρίτης — ὁ, Α καταμετρητής ψήφων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + κρίτης (< κριτής), πρβλ. ὀνειρο κρίτης] … Dictionary of Greek